- μεταλλάζω
- μετάλλαξα, μεταλλάχτηκα, μεταλλαγμένος1. μτβ., αλλάζω κάτι, μεταβάλλω: Μετάλλαξε τις ιδέες του.2. αμτβ., μεταβάλλομαι, παθαίνω αλλαγή, γίνομαι διαφορετικός: Μετά την εγκυμοσύνη μετάλλαξε το σώμα της.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.