μεταλλάζω

μεταλλάζω
μετάλλαξα, μεταλλάχτηκα, μεταλλαγμένος
1. μτβ., αλλάζω κάτι, μεταβάλλω: Μετάλλαξε τις ιδέες του.
2. αμτβ., μεταβάλλομαι, παθαίνω αλλαγή, γίνομαι διαφορετικός: Μετά την εγκυμοσύνη μετάλλαξε το σώμα της.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • μεταλλάζω — (Μ μεταλλάζω) βλ. μεταλλάσσω …   Dictionary of Greek

  • μεταλλάσσω — και μεταλλάζω (ΑM μεταλλάσσω, Α και μεταλλάττω, Μ μεταλλάζω) [αλλάσσω] 1. μεταβάλλω, επιφέρω αλλαγή, μετατρέπω, τροποποιώ («τὰν ἀνθρώπου ζόαν ἆται... μεταλλάσσουσι», Σοφ.) 2. υφίσταμαι μεταβολή, μεταβάλλομαι, αλλάζω («όλα τα πλούτη κι αφεντιές… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”